φαρδύς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φαρδύς | η | φαρδιά | το | φαρδύ |
γενική | του | φαρδιού & φαρδύ |
της | φαρδιάς | του | φαρδιού & φαρδύ |
αιτιατική | τον | φαρδύ | τη | φαρδιά | το | φαρδύ |
κλητική | φαρδύ | φαρδιά | φαρδύ | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φαρδιοί & φαρδείς |
οι | φαρδιές | τα | φαρδιά |
γενική | των | φαρδιών | των | φαρδιών | των | φαρδιών |
αιτιατική | τους | φαρδιούς & φαρδείς |
τις | φαρδιές | τα | φαρδιά |
κλητική | φαρδιοί & φαρδείς |
φαρδιές | φαρδιά | |||
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση. | ||||||
Κατηγορία όπως «αψύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φαρδύς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φαρδύς μεταπλασμός για την ελληνιστική κοινή εὐφραδής (κατά το πλατύς) με σίγηση του αρκτικού [e] και αντιμετάθεση [1] < εὖ + φράζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /faɾˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φαρ‐δύς
Επίθετο
επεξεργασίαφαρδύς, ιά, -ύ, συγκριτικός : φαρδύτερος, υπερθετικός : φαρδύτατος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πλατύς
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Ετυμολογία
επεξεργασία- φαρδύς < μεταπλασμός για την ελληνιστική κοινή εὐφραδής (κατά το πλατύς) με σίγηση του αρκτικού [e] και αντιμετάθεση [1] < εὖ + φράζω
Επίθετο
επεξεργασίαφαρδύς
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- φαρδειά (ουδέτερο, πληθυντικός)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.