φαρδιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
- φαρδιά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του φαρδύς
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φαρδύς