φράζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φράζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φράζω < αρχαία ελληνική φράσσω και φράττω με μεταπλασμό κατά το έσταξα - στάζω.[1] Διαφορετική η ρίζα του αρχαιοελληνικού φράζω. Δε σχετίζονται ετυμολογικά οι λέξεις φράξια, φρακάρω
Ρήμα
επεξεργασίαφράζω
- εμποδίζω την είσοδο ή τη διάβαση δημιουργώντας ένα φράγμα (εμπόδιο)
- ⮡ η πελώρια μορφή του μου έφραξε την είσοδο
- εμποδίζω τη θέα, την ορατότητα
- ※ Η ομίχλη φεύγει ασταμάτητα, ώσπου χάνεται στο βάθος του τοπίου ανάμεσα στα βουνά που φράζουν τον ορίζοντα. (Βασίλης Αλεξάκης (1995) Η μητρική γλώσσα)
- κλείνω γύρω γύρω μια έκταση
- (πληροφορική) επιβάλλω φραγή σε κάποιον, του απαγορεύω να επεξεργαστεί δεδομένα σε ένα δικτυακό τόπο
- (μεταβατικό και αμετάβατο) βουλώνω
- ⮡ του έφραξε το στόμα με ένα μαντίλι
- ⮡ ο νεροχύτης φράζει συνεχώς
Άλλες μορφές
επεξεργασία- φράσσω (λόγιο)
Συνώνυμα
επεξεργασία- εμφράσσω (λόγιο)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
φραζ-
φρασσ- (λόγιο) |
φραχ- ή φρακ-
φρακ- + [s] > φραξ- |
φραγ- και φρακ- πριν από [m] |
Κλίση
επεξεργασία- Προστακτική αορίστου επίσης: ενικός: φράχ' + αδύνατοι τύποι προσωπικής αντωνυμίας (π.χ. φράχ'το), πληθυντικός: φράχτε
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φράζω | έφραζα | θα φράζω | να φράζω | φράζοντας | |
β' ενικ. | φράζεις | έφραζες | θα φράζεις | να φράζεις | φράζε | |
γ' ενικ. | φράζει | έφραζε | θα φράζει | να φράζει | ||
α' πληθ. | φράζουμε | φράζαμε | θα φράζουμε | να φράζουμε | ||
β' πληθ. | φράζετε | φράζατε | θα φράζετε | να φράζετε | φράζετε | |
γ' πληθ. | φράζουν(ε) | έφραζαν φράζαν(ε) |
θα φράζουν(ε) | να φράζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έφραξα | θα φράξω | να φράξω | φράξει | ||
β' ενικ. | έφραξες | θα φράξεις | να φράξεις | φράξε | ||
γ' ενικ. | έφραξε | θα φράξει | να φράξει | |||
α' πληθ. | φράξαμε | θα φράξουμε | να φράξουμε | |||
β' πληθ. | φράξατε | θα φράξετε | να φράξετε | φράξτε | ||
γ' πληθ. | έφραξαν φράξαν(ε) |
θα φράξουν(ε) | να φράξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φράξει | είχα φράξει | θα έχω φράξει | να έχω φράξει | ||
β' ενικ. | έχεις φράξει | είχες φράξει | θα έχεις φράξει | να έχεις φράξει | έχε φραγμένο | |
γ' ενικ. | έχει φράξει | είχε φράξει | θα έχει φράξει | να έχει φράξει | ||
α' πληθ. | έχουμε φράξει | είχαμε φράξει | θα έχουμε φράξει | να έχουμε φράξει | ||
β' πληθ. | έχετε φράξει | είχατε φράξει | θα έχετε φράξει | να έχετε φράξει | έχετε φραγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν φράξει | είχαν φράξει | θα έχουν φράξει | να έχουν φράξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) φραγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) φραγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) φραγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) φραγμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φράζομαι | φραζόμουν(α) | θα φράζομαι | να φράζομαι | ||
β' ενικ. | φράζεσαι | φραζόσουν(α) | θα φράζεσαι | να φράζεσαι | (φράζου) | |
γ' ενικ. | φράζεται | φραζόταν(ε) | θα φράζεται | να φράζεται | ||
α' πληθ. | φραζόμαστε | φραζόμαστε φραζόμασταν |
θα φραζόμαστε | να φραζόμαστε | ||
β' πληθ. | φράζεστε | φραζόσαστε φραζόσασταν |
θα φράζεστε | να φράζεστε | (φράζεστε) | |
γ' πληθ. | φράζονται | φράζονταν φραζόντουσαν |
θα φράζονται | να φράζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φράχτηκα | θα φραχτώ | να φραχτώ | φραχτεί | ||
β' ενικ. | φράχτηκες | θα φραχτείς | να φραχτείς | φράξου | ||
γ' ενικ. | φράχτηκε | θα φραχτεί | να φραχτεί | |||
α' πληθ. | φραχτήκαμε | θα φραχτούμε | να φραχτούμε | |||
β' πληθ. | φραχτήκατε | θα φραχτείτε | να φραχτείτε | φραχτείτε | ||
γ' πληθ. | φράχτηκαν φραχτήκαν(ε) |
θα φραχτούν(ε) | να φραχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω φραχτεί | είχα φραχτεί | θα έχω φραχτεί | να έχω φραχτεί | φραγμένος | |
β' ενικ. | έχεις φραχτεί | είχες φραχτεί | θα έχεις φραχτεί | να έχεις φραχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει φραχτεί | είχε φραχτεί | θα έχει φραχτεί | να έχει φραχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε φραχτεί | είχαμε φραχτεί | θα έχουμε φραχτεί | να έχουμε φραχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε φραχτεί | είχατε φραχτεί | θα έχετε φραχτεί | να έχετε φραχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν φραχτεί | είχαν φραχτεί | θα έχουν φραχτεί | να έχουν φραχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι φραγμένος - είμαστε, είστε, είναι φραγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν φραγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν φραγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι φραγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι φραγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι φραγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι φραγμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ φράζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φράζω: αβέβαιης ετυμολογίας < είτε *φραδ-jω, είτε *φρα-δ- (με παρέκταση -δ-). Πιθανόν, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που υπάρχει στο φρήν (με βάση την αρχαϊκή δοτική πληθυντικου φρεσί).[1]
- Δε σχετίζεται με το φράσσω (*φρακ- *φραγ-).
Ρήμα
επεξεργασίαφράζω
- μιλώ, παραδέχομαι, εξηγώ, διασαφηνίζω, γνωστοποιώ, φανερώνω, δηλώνω, εκφράζω
- ⮡ Ἠνίκα οἱ προεστῶτες τολμῶσιν φρἀζειν...
- δείχνω κάτι, υποδεικνύω, οδηγώ
- συμβουλεύω
- διατάζω
- (στη μέση φωνή και παθητική φωνή: φράζομαι):
- υποθέτω, σχεδιάζω
- σκέφτομαι κάτι, το συζητώ με τον εαυτό μου, συλλογίζομαι
- παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι
- επινοώ, μηχανεύομαι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
φραζ- φραδ- φρασ-
φραζ- φραδ- φρασ-
θέμα με φραδ-
- ἀφραδέω
- ἀφραδής
- ἀφραδία
- ἀφραδίη
- ἀφράδμων
- ἀριφραδής
- διαφραδής
- διεπέφραδε
- δολοφραδής
- δολοφράδμων
- δυσφράδεια
- ἐπέφραδον
- ἐπιφραδέως
- ἐπιφράδμων
- εὐφράδεια
- εὐφραδέως, ἐυφραδέως
- εὐφραδής
- εὐφραδίη
- θεοφραδής
- θεοφραδία
- θεοφράδμων
- κακοφραδής
- κακοφραδία
- κακοφραδμοσύνη
- ὀλιγοφραδής
- ὁμοφραδής
- ὁμοφράδμων
- πέφραδε
- πέφραδον
- περιφραδέως
- περιφραδής
- πολυφραδέω
- πολυφραδής
- πολυφραδία
- πολυφραδμοσύνη
- πολυφράδμων
- συμφράδμων
- ὑποφραδμοσύνη
- φραδά (δωρικός)
- φραδατήρ
- φραδάω
- φραδάζω
- φραδεύω
- φραδή & συγγενικά
- φραδής
- φραδμοσύνη
- φράδμων
θέμα με φραζ-
- θέμα με φρασ-
- ἀφράσμων
- ἄφραστος
- ἀφραστύς (ιωνικός)
- ἀμετάφραστος
- ἀμφράσσαιτο
- ἀνέκφραστος
- ἀνεπίφραστος
- ἀντίφρασις
- ἀντιφραστικῶς
- ἀπερίφραστος
- ἀποφράς
- δύσφραστος
- ἐκφρασείδιον
- ἔκφρασις
- ἐκφραστέον
- ἐκφραστικός
- ἐπίφρασις
- ἐπιφραστικῶς
- εὔφραστος
- θεόφραστος
- κακοφράσμων
- κακόφραστος
- μετάφρασις
- μεταφραστής
- μεταφραστικός
- παράφρασις
- παραφραστής
- παραφραστικός
- πεφρασμένως
- περίφρασις
- περιφραστικός
- περιπεφρασμένως
- πολύφραστος
- σύμφρασις
- φράσις
- φρασμοσύνη
- φραστέον
- φραστήρ
- φράστης
- φραστικός
- φραστύς
- φράστωρ
- Φράστωρ
Σημειώσεις
επεξεργασίαΤο ρήμα συντάσσεται:
- Με αιτιατική: καὶ φράζουσι ἅ λέγει
- Με δοτική και αιτιατική: τὰ τοιαῦτα τοῖς μαθηταῖς φράζουσιν
- Με δοτική και ειδικό απαρέμφατο: ἀλλὰ ἐκέλευε φράσαι τοῖς ἑαυτοῦ ἱππεῦσιν ὑποδέχεσθαι
- Με δοτική και ειδική πρόταση: φράζε Λυσίᾳ ὅτι ἠκούσαμεν λόγων
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. «φράση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- φράζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φράζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.