Δείτε επίσης: ἐμφράσσω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμφράσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐμφράσσω. Συγχρονικά αναλύεται σε εμ- + φράσσω

  Ρήμα επεξεργασία

εμφράσσω (παθητική φωνή: εμφράσσομαι)

  1. (λόγιο) φράσσω δίοδο ή οπή· φράζω, βουλώνω, στουμπώνω εντελώς
  2. (ιατρική) προκαλώ έμφραγμα
  3. (οδοντιατρική) σφραγίζω

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη φράσσω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία