εμφράσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμφράσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐμφράσσω. Συγχρονικά αναλύεται σε εμ- + φράσσω
Ρήμα
επεξεργασίαεμφράσσω (παθητική φωνή: εμφράσσομαι)
- (λόγιο) φράσσω δίοδο ή οπή· φράζω, βουλώνω, στουμπώνω εντελώς
- (ιατρική) προκαλώ έμφραγμα
- (οδοντιατρική) σφραγίζω
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη φράσσω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εμφράσσω | ενέφρασσα | θα εμφράσσω | να εμφράσσω | εμφράσσοντας | |
β' ενικ. | εμφράσσεις | ενέφρασσες | θα εμφράσσεις | να εμφράσσεις | έμφρασσε | |
γ' ενικ. | εμφράσσει | ενέφρασσε | θα εμφράσσει | να εμφράσσει | ||
α' πληθ. | εμφράσσουμε | εμφράσσαμε | θα εμφράσσουμε | να εμφράσσουμε | ||
β' πληθ. | εμφράσσετε | εμφράσσατε | θα εμφράσσετε | να εμφράσσετε | εμφράσσετε | |
γ' πληθ. | εμφράσσουν(ε) | ενέφρασσαν εμφράσσαν(ε) |
θα εμφράσσουν(ε) | να εμφράσσουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενέφραξα | θα εμφράξω | να εμφράξω | εμφράξει | ||
β' ενικ. | ενέφραξες | θα εμφράξεις | να εμφράξεις | έμφραξε | ||
γ' ενικ. | ενέφραξε | θα εμφράξει | να εμφράξει | |||
α' πληθ. | εμφράξαμε | θα εμφράξουμε | να εμφράξουμε | |||
β' πληθ. | εμφράξατε | θα εμφράξετε | να εμφράξετε | εμφράξτε | ||
γ' πληθ. | ενέφραξαν εμφράξαν(ε) |
θα εμφράξουν(ε) | να εμφράξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εμφράξει | είχα εμφράξει | θα έχω εμφράξει | να έχω εμφράξει | ||
β' ενικ. | έχεις εμφράξει | είχες εμφράξει | θα έχεις εμφράξει | να έχεις εμφράξει | έχε εμπεφραγμένο | |
γ' ενικ. | έχει εμφράξει | είχε εμφράξει | θα έχει εμφράξει | να έχει εμφράξει | ||
α' πληθ. | έχουμε εμφράξει | είχαμε εμφράξει | θα έχουμε εμφράξει | να έχουμε εμφράξει | ||
β' πληθ. | έχετε εμφράξει | είχατε εμφράξει | θα έχετε εμφράξει | να έχετε εμφράξει | έχετε εμπεφραγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν εμφράξει | είχαν εμφράξει | θα έχουν εμφράξει | να έχουν εμφράξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εμπεφραγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εμπεφραγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εμπεφραγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εμπεφραγμένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εμφράσσω
|