Ετυμολογία

επεξεργασία

σφραγίζω

  1. βάζω, επιθέτω σφραγίδα επάνω σε έγγραφο ή αντικείμενο, βουλώνω
  2. κλείνω κάτι ερμητικά, συνήθως βάζοντας σφραγίδα
  3. (οδοντιατρική) κλείνω με ειδικό κράμα την κοιλότητα που έχει δημιουργηθεί σε ένα δόντι
  4. (μεταφορικά) έχω επιρροή ή συμμετέχω καθοριστικά σε κάτι
  5. (μεταφορικά, στον αθλητισμό), σφράγισε την πρόκριση, δημοσιογραφική φράση που σημαίνει ότι μια ομάδα εξασφάλισε και μαθηματικά την πρόκρισή της στην επόμενη φάση, με βάση τη βαθμολογία.

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία