Δείτε επίσης: κρᾶμα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κράμα τα κράματα
      γενική του κράματος των κραμάτων
    αιτιατική το κράμα τα κράματα
     κλητική κράμα κράματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κράμα ουδέτερο

  1. (μεταλλουργία) ένα υλικό που αποτελείται από δύο στοιχεία εκ των οποίων, το ένα είναι και μέταλλο και παρουσιάζει τις ιδιότητες αυτού του μετάλλου
      Ο μπρούντζος είναι κράμα χαλκού και κασσίτερου, και ήταν το πρώτο κράμα που δημιουργήθηκε, περίπου τέσσερις χιλιάδες χρόνια πριν (Ελληνικό Ινστιτούτο Ανάπτυξης Χαλκού, ανακτήθηκε στις 6/11/2021 )
  2. (κατ’ επέκταση) ανάμειξη διαφόρων άλλων πραγμάτων, θεωριών κ.ά.

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία