κράμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κράμα | τα | κράματα |
γενική | του | κράματος | των | κραμάτων |
αιτιατική | το | κράμα | τα | κράματα |
κλητική | κράμα | κράματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κράμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή < αρχαία ελληνική κεράννυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱh₁erh₂-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkɾa.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρά‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακράμα ουδέτερο
- (μεταλλουργία) ένα υλικό που αποτελείται από δύο στοιχεία εκ των οποίων, το ένα είναι και μέταλλο και παρουσιάζει τις ιδιότητες αυτού του μετάλλου
- ※ Ο μπρούντζος είναι κράμα χαλκού και κασσίτερου, και ήταν το πρώτο κράμα που δημιουργήθηκε, περίπου τέσσερις χιλιάδες χρόνια πριν (Ελληνικό Ινστιτούτο Ανάπτυξης Χαλκού, ανακτήθηκε στις 6/11/2021 [1])
- (κατ’ επέκταση) ανάμειξη διαφόρων άλλων πραγμάτων, θεωριών κ.ά.