Δείτε επίσης: κρασί, κρίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κράση οι κράσεις
      γενική της κράσης* των κράσεων
    αιτιατική την κράση τις κράσεις
     κλητική κράση κράσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κράσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κράση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρᾶ(σις)) (ανάμειξη, ανακάτεμα όπως κρασιού με νερό) + -ση → δείτε και τη λέξη κράμα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkɾa.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρά‐ση
τονικό παρώνυμο: κρασί
παραδείγματα κράσης
αρχαία ελληνικά:
  • τοὐναντίον < τὸ ἐναντίον
  • ταὐτό < τὸ αὐτό
  • τὠργείου (δωρική κράση για) τὸ Ἀργείου
  • τὠρχαῖον (ιωνική κράση για) τὸ ἀρχαῖον

νέα ελληνικά, παλιότερες γραφές:

  • σπίτι μας δεν είναι κείνο πὄχουμε,που έχουμε
    είναι κείνο που χτίζουμε. (Ρίτσος, @ΚΕΓ)
  • και θ' άκουγες να σὄλεγα:σου έλεγα «Μην κλαις, παρηγορήσου […]
    (Παλαμάς,Τα τραγούδια της πατρίδος μου, Το σχολείον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κράση θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα της ανάμειξης υγρών ή λιωμένων μετάλλων
  2. (γραμματική) συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρκτικό φωνήεν ή δίφθογγο της επόμενης λέξης
    σημείωση: στα αρχαία ελληνικά, σημειώνεται με κορωνίδα αντί για ψιλή πάνω από το νέο φωνήεν, ή παραμένει δασεία
  3. η ιδιαίτερη φυσική κατάσταση του οργανισμού κάθε ανθρώπου
    ⮡  έχει πολύ γερή κράση

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγκρίνετε με τα γραμματικά φαινόμενα:

εγκυκλοπαιδικά λήμματα:

  • crasis στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις

επεξεργασία