δίφθογγος
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δίφθογγος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δίφθογγος. Συγχρονικά αναλύεται σε (δις) δί- + φθόγγος.
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈði.fθoŋ.ɡos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐φθογ‐γος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δίφθογγος θηλυκό (ή σπανιότερα αρσενικό)
- (γραμματική, φωνητική) δύο φωνήεντα που προφέρονται μαζί σε μια συλλαβή
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δίφθογγος
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δίφθογγος (ελληνιστική κοινή) < (δίς) δί- + αρχαία ελληνική φθόγγος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
δίφθογγος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή, γραμματική) που έχει διφθόγγους
- ↪ δίφθογγος γραφή
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δίφθογγος | αἱ | δίφθογγοι | ||||
γενική | τῆς | διφθόγγου | τῶν | διφθόγγων | ||||
δοτική | τῇ | διφθόγγῳ | ταῖς | διφθόγγοις | ||||
αιτιατική | τὴν | δίφθογγον | τὰς | διφθόγγους | ||||
κλητική ὦ! | δίφθογγε | δίφθογγοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διφθόγγω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | διφθόγγοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
δίφθογγος, -ου θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή, γραμματική) η δίφθογγος, (δύο φθόγγοι)
- άλλες μορφές: τὸ δίφθογγον (ουδέτερο)
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «δίφθογγος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.