↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δίφθογγος οι δίφθογγοι
      γενική της δίφθογγου των δίφθογγων
    αιτιατική τη δίφθογγο τις δίφθογγους
     κλητική δίφθογγε δίφθογγοι
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δίφθογγος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δίφθογγος. Συγχρονικά αναλύεται σε (δις) δί- + φθόγγος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈði.fθoŋ.ɡos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δί‐φθογ‐γος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δίφθογγος θηλυκό (ή σπανιότερα αρσενικό)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
δίφθογγος (ελληνιστική κοινή) < (δίς) δί- + αρχαία ελληνική φθόγγος

  Επίθετο

επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δίφθογγος τὸ δίφθογγον
      γενική τοῦ/τῆς διφθόγγου τοῦ διφθόγγου
      δοτική τῷ/τῇ διφθόγγ τῷ διφθόγγ
    αιτιατική τὸν/τὴν δίφθογγον τὸ δίφθογγον
     κλητική ! δίφθογγε δίφθογγον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δίφθογγοι τὰ δίφθογγ
      γενική τῶν διφθόγγων τῶν διφθόγγων
      δοτική τοῖς/ταῖς διφθόγγοις τοῖς διφθόγγοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διφθόγγους τὰ δίφθογγ
     κλητική ! δίφθογγοι δίφθογγ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διφθόγγω τὼ διφθόγγω
      γεν-δοτ τοῖν διφθόγγοιν τοῖν διφθόγγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

δίφθογγος, -ος, -ον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δίφθογγος αἱ δίφθογγοι
      γενική τῆς διφθόγγου τῶν διφθόγγων
      δοτική τῇ διφθόγγ ταῖς διφθόγγοις
    αιτιατική τὴν δίφθογγον τὰς διφθόγγους
     κλητική ! δίφθογγε δίφθογγοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διφθόγγω
γεν-δοτ τοῖν  διφθόγγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

δίφθογγος, -ου θηλυκό