Ετυμολογία

επεξεργασία
δίψηφο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δίψηφο ουδέτερο

  1. σύμπλεγμα δύο γραμμάτων που διαβάζονται σαν ένας φθόγγος
    τα αι, ει, οι, ου, υι είναι δίψηφα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία