Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίψηφο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δίψηφο ουδέτερο

  1. σύμπλεγμα δύο γραμμάτων που διαβάζονται σαν ένας φθόγγος
    τα αι, ει, οι, ου, υι είναι δίψηφα

  Μεταφράσεις επεξεργασία