Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

γράμμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γράμμα < γράφω

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɣɾa.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γράμ‐μα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γράμμα τα γράμματα
      γενική του γράμματος των γραμμάτων
    αιτιατική το γράμμα τα γράμματα
     κλητική γράμμα γράμματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

γράμμα ουδέτερο

  1. σύμβολο ή χαρακτήρας του αλφάβητου, το οποίο αντιστοιχεί σε ένα φθόγγο
    ελληνικά γράμματα:
    Α α, Β β, Γ γ, Δ δ, Ε ε, Ζ ζ, Η η, Θ θ, Ι ι, Κ κ, Λ λ, Μ μ, Ν ν, Ξ ξ, Ο ο, Π π, Ρ ρ, Σ σ, Τ τ, Υ υ, Φ φ, Χ χ, Ψ ψ, Ω ω
    λατινικά γράμματα:
    A a, B b, C c, D d, E e, F f, G g, H h, I i, J j, K k, L l, M m, N n, O o, P p, Q q, R r, S s, T t, U u, V v, W w, X x, Y y, Z z
  2. η επιστολή
  3. → δείτε και τη λέξη γράμματα

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  • γράμμα του νόμου :
    1. οι επιταγές του νόμου
    2. η τυπική, επιφανειακή ερμηνεία του νόμου, σε αντίθεση με το πνεύμα του νόμου
  • κατά γράμμα : χωρίς αλλαγές
  • νεκρό γράμμα : νόμος ή ρύθμιση που έχει θεσμοθετηθεί αλλά δεν ισχύει

→ δείτε και τη λέξη γράμματα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
γραμμ- γραμματ- 

και

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία Επεξεργασία

γράμμα < γράφ(ω) + -μα (με ⟨φμ⟩ > ⟨μμ⟩)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

γράμμα ουδέτερο

  1. το γράμμα
  2. (Χρειάζεται επέκταση)

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία