αρχιγραμματέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | αρχιγραμματέας | οι | αρχιγραμματείς |
γενική | του του/της |
αρχιγραμματέα αρχιγραμματέως |
των | αρχιγραμματέων |
αιτιατική | τον/την | αρχιγραμματέα | τους/τις | αρχιγραμματείς |
κλητική | αρχιγραμματέα | αρχιγραμματείς | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρχιγραμματέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρχιγραμματεύς[1] από την αιτιατική ενικού «τὸν ἀρχιγραμματέα». Μορφολογικά αναλύεται σε αρχι- + γραμματέας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɾ.çi.ɣɾa.maˈte.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χι‐γραμ‐μα‐τέ‐ας
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρχιγραμματέας αρσενικό ή θηλυκό
- ο επικεφαλής γραμματέας της αρχιγραμματείας
- του επικεφαλής γραφείου μιας γραμματείας ή κάποιων γραμματειών
- (θρησκεία) του διοικητικού γραφείου σε πατριαρχείο ή Ιερά Συνοδο
- (ιστορία) ο επικεφαλής της κυβέρνησης (πρωθυπουργός)
Συγγενικά
επεξεργασία- αρχιγραμματεία
- → δείτε τις λέξεις αρχι-, αρχή, γραμματέας και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)