ενικός         πληθυντικός  
secretary secretaries

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

secretary (en)

  1. (επάγγελμα) ο/η γραμματέας
    ⮡  The secretary briefed the manager on what happened while he was gone.
    Η γραμματέας ενημέρωσε το Διευθυντή για ό,τι έγινε ενόσω έλειπε.
  2. σεκρετέρ, τύπος γραφείου
  3. είδος πουλιού (Sagittarius serpentarius)