secretary
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
secretary | secretaries |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsecretary (en)
- (επάγγελμα) ο/η γραμματέας
- ⮡ The secretary briefed the manager on what happened while he was gone.
- Η γραμματέας ενημέρωσε το Διευθυντή για ό,τι έγινε ενόσω έλειπε.
- ⮡ The secretary briefed the manager on what happened while he was gone.
- σεκρετέρ, τύπος γραφείου
- είδος πουλιού (Sagittarius serpentarius)