Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σεκρετέρ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
σεκρετέρ
<
γαλλική
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ένα
σεκρετέρ
από το 1797
σεκρετέρ
ουδέτερο
άκλιτο
είδος
γραφείου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σεκρετέρ
αγγλικά
:
secretary
(en)
γερμανικά
:
Sekretär
(de)