γραμματέας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | γραμματέας | οι | γραμματείς |
γενική | του του/της |
γραμματέα γραμματέως |
των | γραμματέων |
αιτιατική | τον/τη | γραμματέα | τους/τις | γραμματείς |
κλητική | γραμματέα | γραμματείς | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γραμματέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γραμματεύς, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική scribe ή secrétaire[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣɾa.maˈte.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γραμ‐μα‐τέ‐ας
Ουσιαστικό επεξεργασία
γραμματέας αρσενικό ή θηλυκό
- έμπιστος υπάλληλος και στενός συνεργάτης ενός επιχειρηματία, επιστήμονα, πολιτικού, ηγεμόνα κλπ που διεκπεραιώνει κυρίως την αλληλογραφία του
- (επάγγελμα) υπάλληλος που ασχολείται με γραφική δουλειά
- το μέλος ενός συμβουλίου που έχει την ευθύνη της κράτησης των πρακτικών από τις συνεδριάσεις
- ↪ ο γραμματέας του υπουργικού συμβουλίου
- ανώτατο στέλεχος οργανισμού, κόμματος κλπ
- ↪ η γενική γραμματέας του κομμουνιστικού κόμματος
- (πληθυντικός, στην Αγία Γραφή) λόγιοι Εβραίοι, ειδικοί του Μωσαϊκού Νόμου
- ↪ Γραμματείς και Φαρισαίοι
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γραμματέας
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γραμματέας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας