υπάλληλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- για το επίθετο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπάλληλος (επίθετο: υπαγόμενος) από συγχώνευση της φράσης ὑπ' ἀλλήλους.[1]
- για το ουσιαστικό < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου υπάλληλος, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική employé[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈpa.li.los/
Επίθετο
επεξεργασίαυπάλληλος, -η, -ο
- (λογική, για έννοιες) που διαφέρουν ως προς το πλάτος· η μία είναι ευρύτερη ενώ η άλλη στενότερη, υπάγεται στην πρώτη
- υπάλληλες έννοιες, υπάλληλες κρίσεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπάλληλος
|
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπάλληλος αρσενικό ή θηλυκό
Παράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπάλληλος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ υπάλληλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας