πλάτος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλάτος | τα | πλάτη |
γενική | του | πλάτους | των | πλατών |
αιτιατική | το | πλάτος | τα | πλάτη |
κλητική | πλάτος | πλάτη | ||
όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πλάτος < αρχαία ελληνική πλάτος < πλατύς
- για τους επιστημονικούς όρους < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική amplitude [1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πλάτος ουδέτερο
- (διάσταση)
- (για τρεις διαστάσεις) το φάρδος στερεού σώματος
- οι τρεις διαστάσεις ενός στερεού σώματος είναι: το μήκος, το πλάτος και το ύψος
- (για διασδιάστατες επιφάνειες) η μικρότερη από τις δύο διαστάσεις
- (γεωγραφία) → δείτε τον όρο γεωγραφικό πλάτος
- (φυσική) η μέγιστη τιμή ταλάντωσης από τη θέση ισορροπίας [2]
- (για τρεις διαστάσεις) το φάρδος στερεού σώματος
- (μεταφορικά)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πλατύς
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «πλάτος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Αντωνίου, Νικόλαος, et al. (χ.χ.) Φυσική Γ΄Γυμνασίου, 4. Ταλαντώσεις