πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλάτος τα πλάτη
      γενική του πλάτους των πλατών
    αιτιατική το πλάτος τα πλάτη
     κλητική πλάτος πλάτη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλάτος ουδέτερο

  1. (διάσταση)
    1. (για τρεις διαστάσεις) το φάρδος στερεού σώματος
      οι τρεις διαστάσεις ενός στερεού σώματος είναι: το μήκος, το πλάτος και το ύψος
    2. (για διασδιάστατες επιφάνειες) η μικρότερη από τις δύο διαστάσεις
    3. (γεωγραφία)  δείτε τον όρο γεωγραφικό πλάτος
    4. (φυσική) η μέγιστη τιμή ταλάντωσης από τη θέση ισορροπίας [2]
  2. (μεταφορικά)
    1. η έκταση των θεμάτων στο περιεχόμενο μιας έννοιας, σε αντίθεση με το βάθος
    2. η ευρύτητα γνώσεων, απόψεων

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία