γεωγραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γεωγραφία | οι | γεωγραφίες |
γενική | της | γεωγραφίας | των | γεωγραφιών |
αιτιατική | τη | γεωγραφία | τις | γεωγραφίες |
κλητική | γεωγραφία | γεωγραφίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γεωγραφία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γεωγραφία < αρχαία ελληνική γεωγράφος < (γῆ) γεω- + -γραφία (γράφω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝe.o.ɣɾaˈfi.a/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐ω‐γρα‐φί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
γεωγραφία θηλυκό
- (γεωγραφία) η επιστήμη που μελετά τη φυσική διαμόρφωση της επιφάνειας της γης, τον χωρισμό της σε κράτη καθώς και τον πληθυσμό και την οικονομία των κρατών αυτών
- (εκπαίδευση) το αντίστοιχο σχολικό μάθημα και σχολικό βιβλίο
επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γεωγραφία