γεω-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γεω- < αρχαία ελληνική γεω- < γηο-
Πρόθημα
επεξεργασίαγεω-
- πρώτο συνθετικό λέξεων που έχουν σχέση με τη γη
- γεωγραφία
- γεωαντίκλινο
- γεωκαρπία
- γεωλογία
- γεωμαγνητισμός
- γεωμαγνητικός
- γεωμετρία
- γεωοικονομία
- γεωπολιτική
- γεωπολιτικός
- γεωπυραμίδα
- γεωσεισμική
- γεωσκοπία
- γεωστατική
- γεωσύγκλινο
- γεώσφαιρα
- γεωτεκτονική
- γεωτεχνικός
- γεωχημεία
- γεωπληροφορική