Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γεωσκοπία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
γεωσκοπί
α
οι
γεωσκοπί
ες
γενική
της
γεωσκοπί
ας
των
γεωσκοπι
ών
αιτιατική
τη
γεωσκοπί
α
τις
γεωσκοπί
ες
κλητική
γεωσκοπί
α
γεωσκοπί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γεωσκοπία
<
λόγιο ενδογενές δάνειο
:
αγγλική
geoscopy
<
αρχαία ελληνική
γῆ
+
σκοπέω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γεωσκοπία
θηλυκό
η
εξέταση
του εσωτερικού της
γης
και όσων συντελούνται εκεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γεωσκοπία
αγγλικά
:
geoscopy
(en)