Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σκοπέω < σκοπός < σκέπτομαι < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *speḱ-

  ΡήμαΕπεξεργασία

σκοπέω-σκοπῶ (μέσο: σκοπέομαι-σκοποῦμαι)

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΣύνθεταΕπεξεργασία

όπως

ΠαρασύνθεταΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

Οι Αττικοί συγγραφείς έκαναν χρήση μόνον του ενεστώτα (σκοπῶ) και παρατατικού (ἐσκόπουν) της ενεργητικής φωνής ενώ για τους άλλους χρόνους του ρήματος χρησιμοποιούσαν τύπους του ρήματος σκέπτομαι. Σε μεταγενέστερους συγγραφείς βρίσκονται πάντως και οι τύποι σκοπήσω για το μέλλοντα και ἐσκόπησα για τον αόριστο

  ΠηγέςΕπεξεργασία