σκοπέω
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σκοπέω < σκοπός < σκέπτομαι < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *speḱ-
ΡήμαΕπεξεργασία
σκοπέω-σκοπῶ (μέσο: σκοπέομαι-σκοποῦμαι)
- κοιτάζω προς, παρατηρώ, εξετάζω, προσέχω, αγρυπνώ, ερευνώ (μεταγενέστερη μορφή το σκοπεύω)
- ↪ σκοπέειν τινὰ τὰ ἑαυτοῦ (γνωμικό: ο καθένας να κοιτάζει τη δουλειά του, τα δικά του)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- σκέπτομαι (για τους Αττικούς συγγραφείς)
Επεξεργασία
- σκοπεύω
- σκοπός (ο φρουρός, αλλά και ο στόχος)
- σκοπή (σκοπιά, υψηλός πύργος κατόπτευσης) και ἡ σκοπιά και (ιωνικός τύπος) ἡ σκοπιή
- σκοπιάζω (κοιτάζω, ερευνώ τριγύρω μου)
- σκόπελος (πιθανόν ομόρριζο, όμως από άλλους συνάπτεται προς το σκεπάρνι)
- ὁ σκώψ (είδος κουκουβάγιας)
- σκόπιμος
- (ἐπι)σκόπησις
- σκοπάω
- σκοπεῖα
- σκοπητέον
ΣύνθεταΕπεξεργασία
όπως
- ἀνασκοπέω (εξετάζω πολύ καλά ή επανεξετάζω κάτι που συνέβη στο παρελθόν)
- ἀποσκοπέω (κοιτάζω σταθερώ, στυλώνω το βλέμμα)
- ἀστεροσκοπέω
- ἀστροσκοπέω
- διαμορφοσκοπέομαι
- διασκοπῶ (εξετάζω από διαφορετικές γωνίες, απόψεις, όλες τις σκοπιές)
- ἐπανασκοπέω (εξετάζω εκ νέου, επανεξετάζω)
- ἐπισκοπέω (επισκέπτομαι με τη νεοελληνική έννοια, επιθεωρώ)
- εὐθυσκοπέω
- ἡμεροσκοπέω
- ἡπατοσκοπέω
- θυννοσκοπέω
- ἱεροσκοπέομαι
- ἰχνοσκοπέω
- κατασκοπέω (κατοπτεύω, κατασκοπεύω τον εχθρό, αλλα και εξετάζω ενδελεχώς π.χ. τις πανοπλίες του δικού μας στρατού)
- ὁδοσκοπέω
- οἰωνοσκοπέω
- ὀρθοσκοπέω
- ὀρνεοσκοπέω
- ὀρνιθοσκοπέομαι
- παρασκοπέω
- περισκοπέω (κοιτάζω, εξετάζω τριγύρω)
- προσκοπέω
- προσσκοπέω
- συσκοπέω
- ὑδροσκοπέω
- ὡροσκοπέω
ΠαρασύνθεταΕπεξεργασία
- ὁ σκοπιωρός (+ ὢρα (φροντίδα) διάφορο του ὣρα : ο φρουρός, φύλακας)
- σκοπιωρέω
- σκοπιωρέομαι-σκοπιωροῦμαι (καιροφυλακτώ, κατασκοπεύω)
ΚλίσηΕπεξεργασία
Οι Αττικοί συγγραφείς έκαναν χρήση μόνον του ενεστώτα (σκοπῶ) και παρατατικού (ἐσκόπουν) της ενεργητικής φωνής ενώ για τους άλλους χρόνους του ρήματος χρησιμοποιούσαν τύπους του ρήματος σκέπτομαι. Σε μεταγενέστερους συγγραφείς βρίσκονται πάντως και οι τύποι σκοπήσω για το μέλλοντα και ἐσκόπησα για τον αόριστο
ΠηγέςΕπεξεργασία
- σκοπέω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- σκοπέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκοπέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.