*speḱ-
Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα (ine-pro)
επεξεργασία![]() |
(επ)ανασυντεθειμένος υποθετικός τύπος πρωτογλώσσας όπως προκύπτει από την έως τώρα έρευνα της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας - μπροστά από τον τύπο σημειώνεται πάντα ένας αστερίσκος - |
Ρίζα
επεξεργασία
*speḱ-
Βαθμίδες
επεξεργασία*speḱ-
μεταπτωτικές βαθμίδες:
βαθμίδες με μετάθεση για τα αρχαία ελληνικά
*sḱep-
- αρχαία ελληνικά: σκέπτομαι & παράγωγα
*sḱop-
- αρχαία ελληνικά: → δείτε τη λέξη σκοπός & παράγωγα
Γλώσσες
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- οι βαθμίδες, όπως στο «σκέπτομαι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.