σκοπός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σκοπός | οι | σκοποί |
γενική | του | σκοπού | των | σκοπών |
αιτιατική | τον | σκοπό | τους | σκοπούς |
κλητική | σκοπέ | σκοποί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκοπός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκοπός
- για τη σημασία «μελωδία» < σημασιολογικό δάνειο από την ιταλική motivo [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /skoˈpos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκο‐πός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκοπός αρσενικό
- η αναγνωρισμένη επιθυμητή κατάσταση, ο στόχος, ο στόχος επίτευξης
- ο φρουρός, ο φύλακας, κάποιος που κάνει σκοπιά στο στρατό ή αλλού
- (μουσική) η μελωδία τραγουδιού (απόδοση στα ελληνικά του motivo και motif, δηλ. των αντίστοιχων μουσικών όρων στα ιταλικά και γαλλικά)
- ※ "Ζητάτε να σας πω τον πρώτο μου σκοπό..." (τραγούδι από τον Αττίκ)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιθυμητός στόχος
φρουρός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σκοπός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- σκοπός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σκοπός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σκοπός | οἱ | σκοποί |
γενική | τοῦ | σκοποῦ | τῶν | σκοπῶν |
δοτική | τῷ | σκοπῷ | τοῖς | σκοποῖς |
αιτιατική | τὸν | σκοπόν | τοὺς | σκοπούς |
κλητική ὦ! | σκοπέ | σκοποί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκοπώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σκοποῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκοπός < θέμα σκοπ- + -ός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sḱop- μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που υπάρχει στο σκέπτομαι με πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sḱep- < μετάθεση της *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκοπός, -οῦ αρσενικό
Παράγωγα
επεξεργασία(Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- σκοπός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκοπός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.