Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Absicht (de) θηλυκό

  • η πρόθεση, ο σκοπός
    ich habe die Absicht... - έχω την πρόθεση / προτίθεμαι / σκοπεύω...

Εκφράσεις

επεξεργασία