motivo
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
motivo (eo)
Ισπανικά (es)Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
motivo (es) πληθυντικός : motivar
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
motivo (es) πληθυντικός : motivos
- το κίνητρο
Ιταλικά (it)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
motivo | motivi |
motivo (it)
- το μοτίβο, μια σύντομη ιδέα η ένα σύντομο καλλιτεχνικό στοιχείο, π.χ. χρώμα η απόχρωση, σύμβολο
- (μουσική) ένα σύντομο μελωδικό ή αρμονικό μοτίβο της ορχήστρας.
Καταλανικά (ca)Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
motivo (ca)
- ο λόγος
Λατινικά (la)Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
motivo (la)
- ο λόγος
Πορτογαλικά (pt)Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
motivo (pt) πληθυντικός : motivos