↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόχρωση οι αποχρώσεις
      γενική της απόχρωσης* των αποχρώσεων
    αιτιατική την απόχρωση τις αποχρώσεις
     κλητική απόχρωση αποχρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποχρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απόχρωση < (ελληνιστική κοινήἀπόχρωσις < ἀποχρώννυμι < ἀπό + χρώννυμι / χρωννύω < αρχαία ελληνική χρῴζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʰrēw- ‎(αλέθω, τρίβω) *gʰer- (τρίβω) ‎(σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική coloration)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈpo.xɾo.si/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απόχρωση θηλυκό

  1. μια διαφορετική παραλλαγή ενός χρώματος, που εξαρτάται από το μήκος κύματος της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας του φωτός [1]
  2. (μεταφορικά) μικρή διαφορά ή παραλλαγή

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία