Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αλέθω < μεσαιωνική ελληνική ἀλέθω < (ελληνιστική κοινήἀλήθω

  ΡήμαΕπεξεργασία

αλέθω

  1. συνθλίβω και τρίβω δημητριακούς καρπούς ώστε να γίνουν αλεύρι
  2. συνθλίβω/τρίβω κάτι ώστε να γίνει σκόνη

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  • ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία