↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλευρούχος η αλευρούχα
αλευρούχος
το αλευρούχο
      γενική του αλευρούχου της αλευρούχας
αλευρούχου
του αλευρούχου
    αιτιατική τον αλευρούχο την αλευρούχα
αλευρούχο
το αλευρούχο
     κλητική αλευρούχε αλευρούχα
αλευρούχε
αλευρούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλευρούχοι οι αλευρούχες
αλευρούχοι
τα αλευρούχα
      γενική των αλευρούχων των αλευρούχων των αλευρούχων
    αιτιατική τους αλευρούχους τις αλευρούχες
αλευρούχους
τα αλευρούχα
     κλητική αλευρούχοι αλευρούχες
αλευρούχοι
αλευρούχα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλευρούχος < αλεύρι + -ούχος (< έχω)

  Επίθετο

επεξεργασία

αλευρούχος, -α /-ος, -ο, πληθυντικός αλευρούχοι

  1. αυτός -ή, -ό που περιέχει αλεύρι
  2. σκεύασμα, τρόφιμο ή ρόφημα που έχει ως βάση παρασκευής το αλεύρι.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία