ρόφημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρόφημα | τα | ροφήματα |
γενική | του | ροφήματος | των | ροφημάτων |
αιτιατική | το | ρόφημα | τα | ροφήματα |
κλητική | ρόφημα | ροφήματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρόφημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥόφημα (πηχτός χυλός) < ῥοφέω / ῥοφῶ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɾo.fi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρό‐φη‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρόφημα ουδέτερο
- ζεστό υγρό, όπως καφές, γάλα, σοκολάτα, αφέψημα κ.λπ., που σερβίρεται σε κούπα
- ↪ Στο κατάστημά μας τα ροφήματα συνοδεύονται από βουτήματα.
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη ρουφάω / ρουφώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ρόφημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ρόφημα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)