Δείτε επίσης: ῥόφημα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρόφημα τα ροφήματα
      γενική του ροφήματος των ροφημάτων
    αιτιατική το ρόφημα τα ροφήματα
     κλητική ρόφημα ροφήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρόφημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥόφημα (πηχτός χυλός) < ῥοφέω / ῥοφῶ
 
Συχνά η παρασκευή ροφημάτων πλησιάζει την τέχνη.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɾo.fi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρό‐φη‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρόφημα ουδέτερο

  • ζεστό υγρό, όπως καφές, γάλα, σοκολάτα, αφέψημα κ.λπ., που σερβίρεται σε κούπα
    ⮡  Στο κατάστημά μας τα ροφήματα συνοδεύονται από βουτήματα.

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ρουφάω / ρουφώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία