↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υγρό τα υγρά
      γενική του υγρού των υγρών
    αιτιατική το υγρό τα υγρά
     κλητική υγρό υγρά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υγρό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου υγρός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υγρό ουδέτερο

  1. (φυσική) ρευστό με επιφανειακή τάση
    φυσικό σώμα σε υγρή κατάσταση
    το καλοκαίρι ο οργανισμός μας χρειάζεται υγρά
    η ταχύτητα του ήχου είναι μεγαλύτερη στα υγρά από ό,τι στον αέρα

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

υγρό