σώμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σώμα | τα | σώματα |
γενική | του | σώματος | των | σωμάτων |
αιτιατική | το | σώμα | τα | σώματα |
κλητική | σώμα | σώματα | ||
όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σώμα < αρχαία ελληνική σῶμα
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σώμα ουδέτερο
- οργανισμός
- κορμός
- επιδερμίδα
- η υλική υπόσταση σε αντιδιαστολή με το πνεύμα ή την ψυχή
- υλικό αντικείμενο
- οργανωμένο σύνολο ανθρώπων που συνέρχονται με συγκεκριμένο σκοπό
- ευρύτερος αυτοτελής στρατιωτικός σχηματισμός του στρατού ξηράς, ο οποίος καλύπτει μια γεωγραφική περιοχή. Περιλαμβάνει μικρότερες αυτοτελείς μονάδες και σχηματισμούς, όπους μεραρχίες, ταξιαρχίες, συντάγματα και τάγματα.
- δημόσια δύναμη με σκοπό τη φύλαξη, την πρόληψη και την καταστολή της βίας ή φυσικών καταστροφών.
- τα σώματα ασφαλείας, το σώμα της Πυροσβεστικής
- (προγραμματισμός) ο κώδικας, οι εντολές που περιέχονται σε μία σύνθετη δομή προγραμματισμού, όπως σε μία υποθετική εντολή (πχ. εντολή if), σε έναν βρόχο (πχ. εντολή while), σε μιά συνάρτηση ή μέθοδο (βλ. σώμα συνάρτησης), σε μιά κλάση, κλπ.
- Στον βρόχο:
while ( <συνθήκη> ) { ... <σώμα> ... }
, η δήλωσηwhile ( <συνθήκη> )
, λέγεται επικεφαλίδα και οι περιεχόμενες εντολές στις αγκύλες σώμα - Αντώνυμα: επικεφαλίδα
- Στον βρόχο:
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σώμα