Δείτε επίσης: σῶμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σώμα τα σώματα
      γενική του σώματος των σωμάτων
    αιτιατική το σώμα τα σώματα
     κλητική σώμα σώματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σώμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σῶμα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈso.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σώ‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σώμα ουδέτερο

  1. οργανισμός
  2. κορμός
  3. επιδερμίδα
  4. η υλική υπόσταση σε αντιδιαστολή με το πνεύμα ή την ψυχή
  5. υλικό αντικείμενο
  6. οργανωμένο σύνολο ανθρώπων που συνέρχονται με συγκεκριμένο σκοπό
  7. ευρύτερος αυτοτελής στρατιωτικός σχηματισμός του στρατού ξηράς, ο οποίος καλύπτει μια γεωγραφική περιοχή. Περιλαμβάνει μικρότερες αυτοτελείς μονάδες και σχηματισμούς, όπους μεραρχίες, ταξιαρχίες, συντάγματα και τάγματα.
    σώμα στρατού
  8. δημόσια δύναμη με σκοπό τη φύλαξη, την πρόληψη και την καταστολή της βίας ή φυσικών καταστροφών.
    τα σώματα ασφαλείας, το σώμα της Πυροσβεστικής
  9. (προγραμματισμός) ο κώδικας, οι εντολές που περιέχονται σε μία σύνθετη δομή προγραμματισμού, όπως σε μία υποθετική εντολή (πχ. εντολή if), σε έναν βρόχο (πχ. εντολή while), σε μιά συνάρτηση ή μέθοδο (βλ. σώμα συνάρτησης), σε μιά κλάση, κλπ.
    Στον βρόχο: while ( <συνθήκη> ) { ... <σώμα> ... }, η δήλωση while ( <συνθήκη> ), λέγεται επικεφαλίδα και οι περιεχόμενες εντολές στις αγκύλες σώμα
     αντώνυμα: επικεφαλίδα

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία