σῶμα
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σῶμᾰ | τὰ | σώμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | σώμᾰτος | τῶν | σωμᾰ́των |
δοτική | τῷ | σώμᾰτῐ | τοῖς | σώμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | σῶμᾰ | τὰ | σώμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | σῶμᾰ | σώμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σώμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σωμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σῶμα < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σῶμα ουδέτερο
- (στον Όμηρο) το νεκρό σώμα
- το σώμα ενός ανθρώπου
- το σώμα σε αντίθεση με την ψυχή
- το σώμα ενός ζώου (όχι φυτού)
- οποιοδήποτε υλικό σώμα
- για να δηλωθεί ένα σύνολο, ακόμη και αφηρημένο
- το γεωμετρικό στερεό, το σώμα τριών διαστάσεων σε αντίθεση προς την επιφάνεια
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «σῶμα» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «σῶμα» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.