σῶμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σῶμᾰ | τὰ | σώμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | σώμᾰτος | τῶν | σωμᾰ́των |
δοτική | τῷ | σώμᾰτῐ | τοῖς | σώμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | σῶμᾰ | τὰ | σώμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | σῶμᾰ | σώμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σώμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σωμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σῶμα αβέβαιης ετυμολογίας.[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίασῶμα, -τος ουδέτερο
- (στον Όμηρο) το νεκρό σώμα
- το σώμα ενός ανθρώπου
- το σώμα σε αντίθεση με την ψυχή
- το σώμα ενός ζώου (όχι φυτού)
- οποιοδήποτε υλικό σώμα
- για να δηλωθεί ένα σύνολο, ακόμη και αφηρημένο
- το γεωμετρικό στερεό, το σώμα τριών διαστάσεων σε αντίθεση προς την επιφάνεια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «Among several IE expressions for 'body', only *krp- (Lat. corpus , Skt. krp-, and other cognates) has a large distribution. For the Greek word for 'body', σῶμα, there is no convincing etymology. Formally, it could be compared with σωρός 'heap', assuming a pre-form *tṷoH-mn̥ for σῶμα, with a basic meaning 'compactness, swelling' (?). Other proposals are doubtful or uncertain (see Frisk); relatively most promising seems an analysis as *(s)ti̯oH-mn̥ "what has stiffened", related to Skt. styā- 'to flow, get stiff (mentioned by LIV2 s.v. *stieH-).» Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- σῶμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σῶμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.