corpus
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
corpus ουδέτερο (η κλίση, όπως στα λατινικά: πληθυθντικός corpora)
- (φιλολογία, γλωσσολογία, αρχαιολογία) αντιπροσωπευτικό και αναγνωρισμένο σώμα γλωσσικού (ή άλλου) υλικού μιας περιόδου ή ενός δημιουργού
- αυτό το κείμενο Ανωνύμου ανήκει στο corpus της μεσαιωνικής λογοτεχνίας
- αυτό το ανέκδοτο ποίημα δεν ανήκει στο corpus των Απάντων του ποιητή
- αυτή η λέξη ανήκει στο corpus της καταγραφής προφορικού λόγου από την Ακαδημία
- Ιπποκράτειο corups
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
corpus | corpus |
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
corpus (fr) αρσενικό
- το σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων
Λατινικά (la) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
corpus, -oris ουδέτερο
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- ο όρος χρησιμοποιείται διαγλωσσικά
- Corpus inscriptionum graecarum (corpus ελληνικών επιγραφών)
- Corpus medicorum graecorum (corpus Ελλήνων ιατρών)
ΚλίσηΕπεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | corpus | corporă |
γενική | corporis | corporum |
δοτική | corporī | corporĭbus |
αιτιατική | corpus | corporă |
κλητική | corpus | corporă |
αφαιρετική | corpore | corporĭbus |
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «corpus» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.