αναγνωρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναγνωρισμένος < αναγνωρίζω + -μένος
Μετοχή
επεξεργασίααναγνωρισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αναγνωρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναγνωρισμένος
αναγνωρισμένος, -η, -ο