αναγνωρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναγνωρίζω < αρχαία ελληνική ἀναγνωρίζω < ἀνά + γνωρίζω
Ρήμα
επεξεργασίααναγνωρίζω
- ταυτίζω κάτι ή κάποιον που βλέπω με κάτι ή κάποιον που γνωρίζω από παλιά
- μετά από τόσα χρόνια που είχα να τον δω, δεν μπόρεσα να τον αναγνωρίσω
- διαπιστώνω οπτικά την ταυτότητα προσώπου ή αντικειμένου και έτσι αυτό παύει να είναι άγνωστο
- οι συγγενείς κλήθηκαν από την αστυνομία για να αναγνωρίσουν το πτώμα
- ...
- τα αεροσκάφη αναγνώρισαν τους στόχους τους
- παραδέχομαι
- αναγνωρίζω τα λάθη μου
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναγνωρίζω | αναγνώριζα | θα αναγνωρίζω | να αναγνωρίζω | αναγνωρίζοντας | |
β' ενικ. | αναγνωρίζεις | αναγνώριζες | θα αναγνωρίζεις | να αναγνωρίζεις | αναγνώριζε | |
γ' ενικ. | αναγνωρίζει | αναγνώριζε | θα αναγνωρίζει | να αναγνωρίζει | ||
α' πληθ. | αναγνωρίζουμε | αναγνωρίζαμε | θα αναγνωρίζουμε | να αναγνωρίζουμε | ||
β' πληθ. | αναγνωρίζετε | αναγνωρίζατε | θα αναγνωρίζετε | να αναγνωρίζετε | αναγνωρίζετε | |
γ' πληθ. | αναγνωρίζουν(ε) | αναγνώριζαν αναγνωρίζαν(ε) |
θα αναγνωρίζουν(ε) | να αναγνωρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναγνώρισα | θα αναγνωρίσω | να αναγνωρίσω | αναγνωρίσει | ||
β' ενικ. | αναγνώρισες | θα αναγνωρίσεις | να αναγνωρίσεις | αναγνώρισε | ||
γ' ενικ. | αναγνώρισε | θα αναγνωρίσει | να αναγνωρίσει | |||
α' πληθ. | αναγνωρίσαμε | θα αναγνωρίσουμε | να αναγνωρίσουμε | |||
β' πληθ. | αναγνωρίσατε | θα αναγνωρίσετε | να αναγνωρίσετε | αναγνωρίστε | ||
γ' πληθ. | αναγνώρισαν αναγνωρίσαν(ε) |
θα αναγνωρίσουν(ε) | να αναγνωρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναγνωρίσει | είχα αναγνωρίσει | θα έχω αναγνωρίσει | να έχω αναγνωρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναγνωρίσει | είχες αναγνωρίσει | θα έχεις αναγνωρίσει | να έχεις αναγνωρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναγνωρίσει | είχε αναγνωρίσει | θα έχει αναγνωρίσει | να έχει αναγνωρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναγνωρίσει | είχαμε αναγνωρίσει | θα έχουμε αναγνωρίσει | να έχουμε αναγνωρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναγνωρίσει | είχατε αναγνωρίσει | θα έχετε αναγνωρίσει | να έχετε αναγνωρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναγνωρίσει | είχαν αναγνωρίσει | θα έχουν αναγνωρίσει | να έχουν αναγνωρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναγνωρίζω