Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾaˈðe.xo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παραδέχομαι

παραδέχομαι, π.αόρ.: παραδέχτηκα/παραδέχθηκα, μτχ.π.π.: παραδεδεγμένος[1] (αποθετικό ρήμα)

  1. δέχομαι ως σωστό, συμφωνώ με κάτι
     Δεν παραδέχεται ότι έκανε λάθος.
  2. επιβεβαιώνω κάποια αλήθεια, συνήθως ομολογώντας κάτι
     Παραδέχομαι ότι φοβάμαι τα αεροπλάνα.
  3. θεωρώ κάποιον ικανό και άξιο
     Την παραδέχτηκα χθες, διότι είχε το θάρρος να επιμένει στην άποψή της.

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).



Ετυμολογία

επεξεργασία