ταυτότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταυτότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταυτότης από την αιτιατική τήν ταυτότητα
- για τον όρο των μαθηματικών < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική identité
- για την αστυνομική ταυτότητα < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική carte d'identité [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /taˈfto.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ταυ‐τό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταυτότητα θηλυκό
- το σύνολο των ιδιοτήτων που προσδιορίζουν την ιδιαίτερη φύση ενός ατόμου ή συνόλου
- το σύνολο των χαρακτηριστικών που ξεχωρίζουν το μέλος ενός συνόλου από τα υπόλοιπα μέλη
- το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας: έγγραφο που εκδίδεται από τις αστυνομικές αρχές και χρησιμοποιείται από τον πολίτη για να πιστοποιήσει το όνομά του και τα υπόλοιπα στοιχεία του στις σχέσεις του με το κράτος ή φυσικά και νομικά πρόσωπα
- κόσμημα που φοριέται στον καρπό και έχει χαραγμένο το όνομα του κατόχου του
- η ιδιότητα δύο πραγμάτων να είναι μεταξύ τους απολύτως όμοια, ομοιότητα
- (μαθηματικά) αλγεβρική ισότητα που ισχύει για κάθε τιμή των μεταβλητών της
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταυτότητα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ταυτότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαταυτότητα θηλυκό