identeco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | identeco | identecoj |
αιτιατική | identecon | identecojn |
identeco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | identeco | identecoj |
αιτιατική | identecon | identecojn |
identeco (eo)