δελτίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δελτίο | τα | δελτία |
γενική | του | δελτίου | των | δελτίων |
αιτιατική | το | δελτίο | τα | δελτία |
κλητική | δελτίο | δελτία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δελτίο < αρχαία ελληνική δελτίον υποκορ. του δέλτος

Ουσιαστικό
επεξεργασία
δελτίο ουδέτερο
- χαρτί ή χαρτόνι, έντυπο ή χειρόγραφο, επίσημο ή προσωπικό
- δελτίο ταυτότητας
- μοίραζαν τρόφιμα με το δελτίο
- έψαξε το βιβλίο στα δελτία της βιβλιοθήκης, αλλά δεν υπήρχε καμία εγγραφή
- μάζεψε όλα τα δελτία που είχε και προχώρησε στη σύνταξη της εργασίας του
- ανακοίνωση
- τίτλος επιστημονικών περιοδικών
- Αρχαιολογικό Δελτίο