• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

identify

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
    • 1.4 Πηγές

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

ενεστώτας identify
γ΄ ενικό ενεστώτα identifies
αόριστος identified
παθητική μετοχή identified
ενεργητική μετοχή identifying

  Ετυμολογία Επεξεργασία

identify < → λείπει η ετυμολογία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /aɪˈden.tɪ.faɪ/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /aɪˈden.t̬ə.faɪ/ (ΗΠΑ)
 Audio (ΗΠΑ) (βοήθεια·αρχείο)
τυπογραφικός συλλαβισμός : i‐dent‐if‐y

  ΡήμαΕπεξεργασία

identify (en)

  1. (μεταβατικό) αναγνωρίζω την ταυτότητα προσώπου ή αντικειμένου
    ≈ συνώνυμα: ID
    ≠ αντώνυμα: misidentify
  2. (μεταβατικό) ταυτίζω, ταυτοποιώ, προσδιορίζω
  3. ταυτίζομαι

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • identic
  • identical
  • identifiable
  • identifiably
  • identification
  • identifier
  • identify with (phrasal)
  • identifyee
  • identity
  • misidentification
  • misidentified
  • misidentifier
  • misidentify
  • unidentifiable
  • unidentifiably
  • unidentified

  ΠηγέςΕπεξεργασία

  • identify - Cambridge Dictionary online
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=identify&oldid=5287215"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Σεπτεμβρίου 2021, στις 12:46
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Σεπτεμβρίου 2021, στις 12:46.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie