ταυτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταυτίζω < αρχαία ελληνικήταὐτότης
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαταυτίζω (μεσοπαθητικό ταυτίζομαι)
- θεωρώ κάποιον ή κάτι ισότιμο ή ισάξιο με κάποιον άλλον ή κάτι
- πιστοποιώ την ταυτότητα κάποιου ατόμου ή πράγματος, εξακριβώνω την πραγματική φύση ή ιδιότητά του
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ταυτίζω | ταύτιζα | θα ταυτίζω | να ταυτίζω | ταυτίζοντας | |
β' ενικ. | ταυτίζεις | ταύτιζες | θα ταυτίζεις | να ταυτίζεις | ταύτιζε | |
γ' ενικ. | ταυτίζει | ταύτιζε | θα ταυτίζει | να ταυτίζει | ||
α' πληθ. | ταυτίζουμε | ταυτίζαμε | θα ταυτίζουμε | να ταυτίζουμε | ||
β' πληθ. | ταυτίζετε | ταυτίζατε | θα ταυτίζετε | να ταυτίζετε | ταυτίζετε | |
γ' πληθ. | ταυτίζουν(ε) | ταύτιζαν ταυτίζαν(ε) |
θα ταυτίζουν(ε) | να ταυτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ταύτισα | θα ταυτίσω | να ταυτίσω | ταυτίσει | ||
β' ενικ. | ταύτισες | θα ταυτίσεις | να ταυτίσεις | ταύτισε | ||
γ' ενικ. | ταύτισε | θα ταυτίσει | να ταυτίσει | |||
α' πληθ. | ταυτίσαμε | θα ταυτίσουμε | να ταυτίσουμε | |||
β' πληθ. | ταυτίσατε | θα ταυτίσετε | να ταυτίσετε | ταυτίστε | ||
γ' πληθ. | ταύτισαν ταυτίσαν(ε) |
θα ταυτίσουν(ε) | να ταυτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ταυτίσει | είχα ταυτίσει | θα έχω ταυτίσει | να έχω ταυτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ταυτίσει | είχες ταυτίσει | θα έχεις ταυτίσει | να έχεις ταυτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ταυτίσει | είχε ταυτίσει | θα έχει ταυτίσει | να έχει ταυτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ταυτίσει | είχαμε ταυτίσει | θα έχουμε ταυτίσει | να έχουμε ταυτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ταυτίσει | είχατε ταυτίσει | θα έχετε ταυτίσει | να έχετε ταυτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ταυτίσει | είχαν ταυτίσει | θα έχουν ταυτίσει | να έχουν ταυτίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταυτίζω
|