πιστοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πιστοποιώ < ελληνιστική κοινή πιστοποιέω / πιστοποιῶ < αρχαία ελληνική πίστις + ποιέω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.sto.piˈo/
Ρήμα
επεξεργασίαπιστοποιώ (παθητική φωνή: πιστοποιούμαι)
- βεβαιώνω (ενδεχομένως και με την έκδοση ειδικού εγγράφου) για την αλήθεια ή την πιστότητα κάποιου πράγματος
Συγγενικά
επεξεργασία- απιστοποίητος
- πιστοποιημένος
- πιστοποίηση
- πιστοποιητικό
- πιστοποιητικός
- → δείτε τις λέξεις πίστη και ποιώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πιστοποιώ | πιστοποιούσα | θα πιστοποιώ | να πιστοποιώ | πιστοποιώντας | |
β' ενικ. | πιστοποιείς | πιστοποιούσες | θα πιστοποιείς | να πιστοποιείς | (πιστοποίει) | |
γ' ενικ. | πιστοποιεί | πιστοποιούσε | θα πιστοποιεί | να πιστοποιεί | ||
α' πληθ. | πιστοποιούμε | πιστοποιούσαμε | θα πιστοποιούμε | να πιστοποιούμε | ||
β' πληθ. | πιστοποιείτε | πιστοποιούσατε | θα πιστοποιείτε | να πιστοποιείτε | πιστοποιείτε | |
γ' πληθ. | πιστοποιούν(ε) | πιστοποιούσαν(ε) | θα πιστοποιούν(ε) | να πιστοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πιστοποίησα | θα πιστοποιήσω | να πιστοποιήσω | πιστοποιήσει | ||
β' ενικ. | πιστοποίησες | θα πιστοποιήσεις | να πιστοποιήσεις | πιστοποίησε | ||
γ' ενικ. | πιστοποίησε | θα πιστοποιήσει | να πιστοποιήσει | |||
α' πληθ. | πιστοποιήσαμε | θα πιστοποιήσουμε | να πιστοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | πιστοποιήσατε | θα πιστοποιήσετε | να πιστοποιήσετε | πιστοποιήστε | ||
γ' πληθ. | πιστοποίησαν πιστοποιήσαν(ε) |
θα πιστοποιήσουν(ε) | να πιστοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πιστοποιήσει | είχα πιστοποιήσει | θα έχω πιστοποιήσει | να έχω πιστοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πιστοποιήσει | είχες πιστοποιήσει | θα έχεις πιστοποιήσει | να έχεις πιστοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πιστοποιήσει | είχε πιστοποιήσει | θα έχει πιστοποιήσει | να έχει πιστοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πιστοποιήσει | είχαμε πιστοποιήσει | θα έχουμε πιστοποιήσει | να έχουμε πιστοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πιστοποιήσει | είχατε πιστοποιήσει | θα έχετε πιστοποιήσει | να έχετε πιστοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πιστοποιήσει | είχαν πιστοποιήσει | θα έχουν πιστοποιήσει | να έχουν πιστοποιήσει |
|