Ετυμολογία

επεξεργασία
πιστοποιώ < ελληνιστική κοινή πιστοποιέω / πιστοποιῶ < αρχαία ελληνική πίστις + ποιέω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pi.sto.piˈo/

πιστοποιώ (παθητική φωνή: πιστοποιούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία