πιστοποιητικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πιστοποιητικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πιστοποιητικός < ελληνιστική κοινή πιστοποιητικός < πιστοποιέω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική certificat)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιστοποιητικό ουδέτερο
- (επίσημο) έγγραφο που πιστοποιεί κάτι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πιστοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία πιστοποιητικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπιστοποιητικό
- αιτιατική ενικού του πιστοποιητικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πιστοποιητικός