certificat
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- certificat < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
certificat | certificats |
certificat (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
certificat | certificats |
certificat (fr) αρσενικό