attestation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
attestation | attestations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαattestation (fr) θηλυκό
- το πιστοποιητικό, η βεβαίωση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη attester
ενικός | πληθυντικός |
attestation | attestations |
attestation (fr) θηλυκό