Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιστοποιητικός η πιστοποιητική το πιστοποιητικό
      γενική του πιστοποιητικού της πιστοποιητικής του πιστοποιητικού
    αιτιατική τον πιστοποιητικό την πιστοποιητική το πιστοποιητικό
     κλητική πιστοποιητικέ πιστοποιητική πιστοποιητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιστοποιητικοί οι πιστοποιητικές τα πιστοποιητικά
      γενική των πιστοποιητικών των πιστοποιητικών των πιστοποιητικών
    αιτιατική τους πιστοποιητικούς τις πιστοποιητικές τα πιστοποιητικά
     κλητική πιστοποιητικοί πιστοποιητικές πιστοποιητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιστοποιητικός < ελληνιστική κοινή πιστοποιητικός < πιστοποιέω

  Επίθετο επεξεργασία

πιστοποιητικός

  1. που πιστοποιεί
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πιστοποιητικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία