certificate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
certificate | certificates |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcertificate (en)
- το πιστοποιητικό
- ⮡ a birth certificate - πιστοποιητικό γέννησης
ενικός | πληθυντικός |
certificate | certificates |
certificate (en)