Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πιστότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πιστότητ
α
οι
πιστότητ
ες
γενική
της
πιστότητ
ας
των
πιστοτήτ
ων
αιτιατική
την
πιστότητ
α
τις
πιστότητ
ες
κλητική
πιστότητ
α
πιστότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πιστότητα
<
αρχαία ελληνική
πιστότης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πιστότητα
θηλυκό
η ιδιότητα του
πιστού
, αυτού που αναπαράγει νοήματα, μέσα, αγαθά ή λόγο με μεγάλη
ακρίβεια
μηχανήματα αναπαραγωγής ήχου υψηλής
πιστότητας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πιστότητα
αγγλικά
:
fidelity
(en)
γαλλικά
:
fidélité
(fr)