Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιστότητα οι πιστότητες
      γενική της πιστότητας των πιστοτήτων
    αιτιατική την πιστότητα τις πιστότητες
     κλητική πιστότητα πιστότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιστότητα < αρχαία ελληνική πιστότης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιστότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του πιστού, αυτού που αναπαράγει νοήματα, μέσα, αγαθά ή λόγο με μεγάλη ακρίβεια
    μηχανήματα αναπαραγωγής ήχου υψηλής πιστότητας

  Μεταφράσεις επεξεργασία