πιστότητα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πιστότητα < αρχαία ελληνική πιστότης
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πιστότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του πιστού, αυτού που αναπαράγει νοήματα, μέσα, αγαθά ή λόγο με μεγάλη ακρίβεια
- μηχανήματα αναπαραγωγής ήχου υψηλής πιστότητας