Δείτε επίσης: πιστωτής

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πιστότης αἱ πιστότητες
      γενική τῆς πιστότητος τῶν πιστοτήτων
      δοτική τῇ πιστότητ ταῖς πιστότησ(ν)
    αιτιατική τὴν πιστότητ τὰς πιστότητᾰς
     κλητική ! πιστότης πιστότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πιστότητε
γεν-δοτ τοῖν  πιστοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιστότης < πιστό(ς) + -της
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: πιστότητα (με διαφορετική σημασία)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιστότης, -ητος θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία