ειλικρίνεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ειλικρίνεια < αρχαία ελληνική εἰλικρίνεια < εἰλικρινής
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.liˈkɾi.ni.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ειλικρίνεια θηλυκό
- η ιδιότητα κάποιου που είναι ειλικρινής, που μιλά ανοιχτά για αυτό που πράγματι νιώθει ή σκέφτεται
- η συμπεριφορά κάποιου που είναι ειλικρινής
- η απροσποίητη συμπεριφορά
- το να εκφράζει κάποιος ό,τι πραγματικά αισθάνεται ή σκέφτεται
- ορισμένες φορές το μόνο που ζητά ο λαός από τους πολιτικούς είναι λίγη ειλικρίνεια