sincereco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sincereco | sincerecoj |
αιτιατική | sincerecon | sincerecojn |
sincereco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sincereco | sincerecoj |
αιτιατική | sincerecon | sincerecojn |
sincereco (eo)